σπληνιάρης

σπληνιάρης
-α, -ικο, Ν
1. αυτός που πάσχει από διόγκωση τής σπλήνας
2. καχεκτικός, κιτρινιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήνα + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. γκριν-ιάρης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σπληνιάρης, -α, -ικο — 1.αυτός που έχει κάποια πάθηση στη σπλήνα, αυτός που η σπλήνα του έχει διογκωθεί κυρίως από ελονοσία. 2. υποχοντριακός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπληνώδης — ῶδες, Α [σπλήν, ηνός] σπληνικός, ο σπληνιάρης …   Dictionary of Greek

  • σπληνικός — ή, ό 1. σπληνιάρης. 2. αυτός που αναφέρεται στη σπλήνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”